ρεμπελιό,
το, ουσ.
[<ρεμπελεύω + κατάλ. -ιό]. 1. η εξέγερση, η στάση εναντίον της
εξουσίας, η επανάσταση: «το ρεμπελιό των ποπολάρων», η εξέγερση των κατοίκων
της Ζακύνθου κατά το 1628 και «το ρεμπελιό της Σμύρνης», η εξέγερση των
Γενιτσάρων κατά το 1797. 2. η τεμπέλικη, η αλήτικη, η χωρίς προκοπή ζωή:
«με το ρεμπελιό δεν μπόρεσε κανένας να προκόψει || με το ρεμπελιό δε θα ’χεις
καλή κατάληξη»·
- το
’ριξε στο ρεμπελιό, ζει
τεμπέλικη, αλήτικη ζωή: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε το ’ριξε στο ρεμπελιό».
(Λαϊκό τραγούδι: κάθονται και τρων και πίνουν και στο ρεμπελιό το ρίχνουν).